- μυοπαγίς
- (-ίδος) η мышеловка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυοπαγίδα — η παγίδα για σύλληψη ποντικών, μυάγρα, ποντικοπαγίδα, φάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + παγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. μυοπαγίς, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek